Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τὸ κράτος δεδήμευται

См. также в других словарях:

  • δημεύω — (AM δημεύω, Α και δημιεύω) [δήμος] ανακηρύσσω και καταλαμβάνω ως κτήμα τού δημοσίου περιουσία ή περιουσιακά στοιχεία («το κράτος θα δημεύσει τις περιουσίες τών λιποτακτών») αρχ. 1. δίνω κάτι στον δήμο, παρέχω στον λαό («δεδήμευται κράτος» η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»